-
1 ζήλωμα
A that which is emulated: object of envy or ambition, Phld.Rh.2.27S.: in pl., high fortune, E.IT 379;ζ. τυραννικά D.H.7.55
.II in pl. also, emulous efforts, rivalries,νέων ζ. Aeschin.1.191
, AP7.219 (Pomp. Jun.), cf. D.19.260.
См. также в других словарях:
ζήλωμα — ζήλωμα, τὸ (Α) [ζηλώ] 1. καθετί που επιδιώκεται με ζήλο 2. πληθ. τά ζηλώματα α) συνεκδ. καλή τύχη, ευτυχία β) οι προσπάθειες που γίνονται με ζήλο («τὰ τῶν νέων ζηλώματα», Αισχίν.) 3. συναγωνισμός, άμιλλα («ζήλωμα τῆς τῶν Ῥωμαίων ἀρετῆς», Αππ.) … Dictionary of Greek